- μωραὶ
- глупые
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
μωραί — μωρός dull fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μῶρ' — μῶρα , μωρός dull neut nom/voc/acc pl μῶρα , μωρός dull neut nom/voc/acc pl μῶρε , μωρός dull masc voc sg μῶρε , μωρός dull masc/fem voc sg μῶραι , μωρός dull fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)